- σημείο
- το1. ορισμένο μέρος: Δεν ήξερε σε ποιο σημείο είχαν κρύψει το θησαυρό. – Οι αθλητές πήραν θέσεις στο σημείο εκκίνησης.2. ορισμένη χρονική στιγμή: Σ' αυτό το σημείο τον διέκοψαν.3. μέρος ενός λόγου: Σ' αυτό το σημείο του λόγου του ήταν ασαφής.4. ορισμένη θέση, κατάσταση: Οι πολιτικές εξελίξεις βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο. – Ο άρρωστος πέρασε το κρίσιμο σημείο της αρρώστιας του.5. σημάδι, διακριτικό γνώρισμα: Στο σώμα του έφερε πολλά σημεία κακώσεων.6. μτφ., ένδειξη: Ο μαθητής αυτός έδειξε σημεία ανυπακοής.7. σημάδια που χρησιμοποιούνται στο γραπτό λόγο: Τα πιο εύχρηστα σημεία στίξης είναι η τελεία και το κόμμα.8. φθογγόσημο, νότα.9. σύμβολο της αριθμητικής: Το – (πλην) είναι σημείο της αφαίρεσης.10. γεωμετρικός όρος για το στοιχείο του χώρου που δεν έχει διαστάσεις: Από σημείο που βρίσκεται έξω από μια ευθεία μπορούμε να φέρουμε μία μόνο παράλληλη σ' αυτή.11. (στη φυσική), βαθμός θερμοκρασίας: Το σημείο βρασμού του νερού είναι οι 100°C.12. σύμβολο: Έκανε το σημείο του σταυρού.13. φρ., «σημεία και τέρατα», πράγματα απίστευτα· «σημεία του ορίζοντα», βοριάς, νότος, ανατολή και δύση· «σημεία των καιρών», συμπτώματα της εποχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.